μερίδα

μερίδα
I
(Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον κόσμο. Διαθέτει εργοστάσια κατεργασίας αγαύης, καθώς και βιομηχανικές επιχειρήσεις τροφίμων και μηχανοποίησης μετάλλου.
Ιδρύθηκε το 1542 από τον Iσπανό Φρανσίσκο ντε Mοντέχο τον Nεότερο πάνω στα ερείπια της πόλης των Mάγια Tιχό. Tο 1561 έγινε έδρα επισκόπου και το 1618 απέκτησε επίσημα τον τίτλο της πόλης από τον βασιλιά της Iσπανίας Φίλιππο Γ’. Aπό το 1847 και μετά, αποτέλεσε το επίκεντρο της ένοπλης εξέγερσης των Mάγια ενάντια στους Iσπανούς, σχετικά με τα συμφέροντα των εμπόρων της Bρετανικής Oνδούρας (Mπελίσε). H εξέγερση αυτή κατεστάλη το 1901.
Eίναι σπουδαίος οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος, διαθέτει διεθνές αεροδρόμιο, ενώ διαθέτει και δικό της λιμάνι, το Προγκρέσο, που αποτελεί επίνειο της πόλης στον κόλπο του Mεξικού. Δεδομένου ότι η πόλη λειτουργεί ως αφετηρία για την περιήγηση των αρχαίων κέντρων πολιτισμού των Mάγια του Γιουκατάν, ιδίως για την επίσκεψη των περίφημων πόλεων Oυξμάλ και Tσιτσέν Iτσά, η M. έχει ζωηρότατη τουριστική κίνηση.
II
(Merida). Πόλη (230.120 κάτ. το 2001) της Βενεζουέλας, διοικητικό κέντρο της ομώνυμης πολιτείας (11.300 τ. χλμ., 744.986 κάτ.). Βρίσκεταί σε υψόμετρο 1.641 μ., γι’ αυτό και είναι επίσης γνωστή με την επονομασία Η οροφή της Βενεζουέλας. Είναι αξιόλογος συγκοινωνιακός κόμβος και κέντρο αγροτικής περιφέρειας. Στη πόλη λειτουργούν σημαντικές βιομηχανικές επιχειρήσεις επισιτισμού και υφαντουργίας. Είναι επίσης έδρα του πανεπιστημίου των Άνδεων, το οποίο ιδρύθηκε το 1758.
Η πολιτεία της Μ. (11.300 τ. χλμ., 715.268 κάτ. το 2001) βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας, στην περιοχή των Άνδεων. Είναι κατά βάση ορεινή (μέγιστο υψόμετρο 5.002 μ. στο όρος Πίκο Μπολιβάρ), ενώ οι κάτοικοί της ασχολούνται με τη γεωργία και την εξόρυξη του σημαντικού ορυκτού πλούτου που βρίσκεται στο υπέδαφός της (πετρέλαιο, χρυσός, σμαράγδια).
* * *
η (ΑM μερίς, -ίδος, Μ και μερίδα)
1. μέρος από ένα σύνολο, τμήμα
2. το μέρος που αναλογεί σε κάποιον, μερίδιο, μερτικό
3. ποσότητα φαγητού για ένα άτομο (α. «έφαγα μια μερίδα κρέας με μακαρόνια» β. «τὴν μερίδα τῶν κρεῶν ᾤχετο λαβών», Δημοσθ.)
4. πολιτική ομάδα, κόμμα ή παράταξη (α. «η μερίδα τής Αριστεράς αντέδρασε στα οικονομικά μέτρα» β. «ἡ Ἀριστοδήμου μερίς», Πλάτ.)
5. συμμετοχή σε περιουσία ή σε επιχείρηση
νεοελλ.
1. (λογιστ.) ο λογαριασμός που αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο ή σε ορισμένο είδος εμπορεύματος και καταγράφεται σε ορισμένη σελίδα τού βιβλίου που λέγεται καθολικό
2. φρ. α) «οικογενειακή μερίδα»
i) η οικογενειακή κατάσταση τών δημοτών, όπως έχει καταγραφεί στα δημοτολόγια, δηλ. στα βιβλία τών δήμων ή τών κοινοτήτων
ii) η ακίνητη περιουσία μιας οικογένειας, όπως έχει καταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών τού υποθηκοφυλακείου
β) «η μερίδα τού λέοντος» — το μεγαλύτερο μέρος
μσν.
1. μοίρα, τύχη
2. καθένα από τα αντίδικα μέρη, διάδικος
3. α) «ἔχω μερίδα ἀνάμεσον» — συγκαταλέγομαι
β) «ἡ δεξιά μερίς» — το σύνολο τών δικαίων που θα σωθούν στη Μέλλουσα Κρίση
γ) «ἡ ἄχραντος μερίδα» ή «ἡ ἁγία μερίς» — η θεία μετάληψη
μσν.-αρχ.
1. τμήμα γης
2. τμήμα ιδιοκτησίας, οικόπεδο
3. περιοχή
4. ομάδα, κατηγορία, τάξη
αρχ.
1. έρανος, εισφορά («τὰ δημόσια δεῑπνα πρὸς μερίδα γίγνεται», Πλούτ.)
2. συνδρομή, συνεισφορά, βοήθεια
3. σημασία, σπουδαιότητα («τὰς δὲ τῶν ὑδάτων διαφορὰς τῶν ἐπιγείων
καὶ γὰρ ταῡτα οὐ μικρὰν ἔχει μερίδα πρὸς αὔξησιν καὶ τροφήν» Θεόφρ.)
4. επαρχία
5. φρ. α) «εἰμὶ ἐν τῇ μερίδι» ή «λογίζομαι ἐν τῇ μερίδι τινός» — θεωρώ ως..., θεωρούμαι ως...
β) «ἡ ἐξ Ἀρείου Πάγου μερίς» — η ποσότητα από τα κρέατα τών θυσιαζόμενων ζώων που αναλογούσε σε κάθε μέλος τού Αρείου Πάγου
γ) «κακὰ μερίς» — κακός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μερίς (< *μερ-ίδ-ς, μερίδος) < μέρος + επίθημα -ιδ- (πρβλ. λεπίς, -ίδος < λέπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μερίδα — η 1. τμήμα ενός όλου: Μια μερίδα των μαθητών έκανε κατάληψη στο σχολείο. 2. ποσότητα φαγητού για ένα άτομο: Μας έβαλαν μεγάλες μερίδες. 3. μερίδιο σε επιχείρηση: Έχει τη μικρότερη μερίδα στην πατρική περιουσία. 4. πολιτική παράταξη: Ανήκει σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μερίδα — μερίς part fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αδιαφοριστές — Μερίδα Γερμανών μεταρρυθμιστών που ακολουθούσε τον Μελάγχθωνα (16ος αι.). Ονομάστηκαν έτσι γιατί σύμφωνα με τη διδασκαλία τους οι γιορτές, οι νηστείες, το χρίσμα, το ευχέλαιο κ.ά. ήταν πράγματα αδιάφορα για τη χριστιανική πίστη …   Dictionary of Greek

  • μερίδ' — μερίδα , μερίς part fem acc sg μερίδι , μερίς part fem dat sg μερίδε , μερίς part fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • μερτικό — και μερδικό, το (Μ μερτικό[ν] και μερδικό[ν] και ἐμερτικόν και μεριδικόν) 1. αυτό που αναλογεί σε κάποιον από μοιρασιά ή κληρονομιά, μερίδιο («πήρε το μερτικό του από την κληρονομιά και τό πούλησε σε ξένους») 2. ίση ή ανάλογη μερίδα, τμήμα,… …   Dictionary of Greek

  • συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… …   Dictionary of Greek

  • συσσίτιο — Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”